Δευτέρα 28 Μαΐου 2012

Ο μεγάλος σεισμός του 1954 στο Θεσσαλικό κάμπο - ΒΑΡΔΑΛΗ ΔΟΜΟΚΟΥ


Άγγελος Χατζής: "Ο μεγάλος σεισμός"


Ένα άλλο γεγονός που σημάδεψε τη ζωή των χωριανών στο Βαρδαλή και άλλαξε τη μορφή του χωριού ήταν και ο σεισμός στις 30 Απριλίου του 1954. Και όποιος δεν έζησε σεισμό, δεν μπορεί να καταλάβει την παρά πού δύσκολη θέση στη οποία βρίσκονται οι σεισμόπληκτοι.

Εκεί που κάθεσαι στη φωλιά σου, στο σπίτι σου κι έχεις να αντιμετωπίσεις τα όποια προβλήματα της ζωής, ξαφνικά και απροειδοποίητα γίνεται σεισμός. Χάνεις την εστία σου προσωρινά ή οριστικά κι έντρομος και γεμάτος αγωνία βγαίνεις στους δρόμους να γλιτώσεις το κεφάλι σου και το κεφάλι των δικών σου.

Μέσα σου γυρίζει εκείνος ο πρωτόγονος φόβος του ανθρώπου, μπροστά στους θυμούς και τα παράξενα της Φύσης, που όταν αυτή θέλει, οδηγημένη από μυστηριακά οργισμένα πνεύματα, σαρώνει και σπίτια και ζώα και ανθρώπους. Τότε η σιγουριά γίνεται αβεβαιότητα. Η δύναμη αδυναμία. Η γνώση άγνωστο ανεξερεύνητο και παντού παραμονεύει κι ένας δυσαρεστημένος κι οργισμένος Θεός. Γιαυτό και οι γονοκλησιές και οι λαμπάδες και τα τάματα και οι εξομολογήσεις και το πολύ θυμίαμα.

Ο Θεός που βρίσκεται μακριά, ξεχασμένος πίσω απ΄ τα σύννεφα τ΄ ουρανού και του χρόνου, κάνει αισθητή την παρουσία του. Πιάνει τη Γη και κρατώντας την με το ένα του δάχτυλο, την ταρακουνάει και ξεκαρδίζεται στα γέλια βλέποντας τα δύσμοιρα δίποδα, άφτερα ζώα, να τρέχουν αλαφιασμένα για να σωθούν απ’ το επικίνδυνο αυτό θεϊκό παιγνίδι. Και βέβαια το γεγονός του σεισμού καταγράφεται στις σελίδες του χρόνου μέσα στο βιβλίο της ανθρώπινης ιστορίας.

Τώρα οι σεισμογράφοι αποτυπώνουν τις τεθλασμένες γραμμές της έντασης και του επίκεντρου. Οι σεισμολόγοι πληροφορούν το κοινό μέσα από τα κανάλια της «ελεύθερης» τηλεόρασης και τους ραδιοφωνικούς σταθμούς μιλώντας με επιστημονικούς όρους για το σεισμό και τους μετασεισμούς. Το θέμα κοσκινίζεται από ειδικούς επιστήμονες και δημοσιογράφους. Και όλος ο κόσμος βλέπει στην τηλεόραση τα ρημαγμένα σπίτια και τους φοβισμένους ανθρώπους μαζί με τη βαρύγδουπη παρουσία της επίσημης Πολιτείας. Η κάμερα τριγυρίζει στις βιαστικά στημένες σκηνές, όπου στοιβάζονται οι σεισμόπληχτοι για πολύν καιρό και ύστερα όλα αρχίζουν σιγά-σιγά να ξεχνιούνται. Τα σπίτια διορθώνονται ή χτίζονται καινούργια και η ζωή ξαναγυρίζει σον κανονικό της ρυθμό. Ο σεισμός του 1954 λοιπόν, ήταν ένα από τα πιο απρόσμενα και σημαδιακά γεγονότα που συνέβησαν σ’ αυτή τη γωνιά του Θεσσαλικού κάμπου.

Είχε περάσει το Πάσχα και τα απογεύματα της Αγάπης, όπου όλο το χωριό χόρεψε στην πλατεία «τον Ήλιο» και «την Ιτιά τη λουλουδιασμένη», με τους ντόπιους οργανοπαίχτες, το Χαραλαμπή που έπαιζε βιολί με το μακρύ το τοξάρι και τον Τσαβάκη που έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε. Κάποιος γύφτος απ΄ τις Σοφάδες, ανιψιός του Κοψαχείλη, έπαιζε κλαρίνο.

Ιδιαίτερα το γλέντι άναψε τη δεύτερη μέρα, που γιορτάζονταν και η γιορτή του Αϊ-Γιώργη και πανηγύριζε το χωριό. Το πρωί όλοι νωρίς πήγαν στην εκκλησία. Οι πιο πολλοί είχαν και κάποιο τάμα στον Άγιο, μεγάλη λαμπάδα, ή ένα ρουί λάδι ή χρήματα.

Οι κυράδες φόρεσαν τα καλά τους, το καινούργιο φουστάνι που έραψαν στη Σημούλα τη μοδίστρα, πέρασαν τα γκιορντάνια στο λαιμό τους κι έλαμπαν ολόκληρες. Μα πιο πολύ έλαμπαν τα κορίτσια της παντρειάς πούχαν αγοράσει ένα σωρό καλούδια από το παζάρι στα Φέρσαλα ή το Δομοκό και τώρα τα στολίστηκαν, για να κάψουν τις καρδιές των παλικαριών. Μερικές μάλιστα έβαλαν κρυφά και κοκκινάδι στα μάγουλα, για να φαίνονται πιο όμορφες.

Ύστερα, σαν πέρασαν οι Άγιες μέρες γύρισαν όλοι στις δουλειές τους, τα χωράφια και τα κοπάδια. Ήθελαν ν΄ αποτελειώσουν τις ανοιξιάτικες σπορές και οι τσελιγκάδες να πετάξουν τη χειμωνιάτικη κοπριά απ’ το μαντρί και να κουρέψουν τα πρόβατα για να μην αρχίσουν οι πρ
Φωτογραφίες της σεισμικής διάρρηξης
του 1954 στην Εκκάρα, από το
αρχείο του Ι. Παπασταματίου
ώιμες ζέστες.

Έτσι έφτασε η Παρασκευή. Ήταν η τελευταία μέρα τ’ Απρίλη του 1954 και γιόρταζε η Παναγία μας. Ήταν η γιορτή της Ζωοδόχου Πηγής και πανηγύριζε το πάνω Καραλάρ όπου η οικογένεια του Άγγελου είχε συγγενείς.

Η κυρά Λένη λοιπόν, η μάνα του Άγγελου, πήγε στο πανηγύρι και φιλοξενήθηκε στο σπίτι του Αχιλλέα Κουτλιά, τη γυναίκα του οποίου, Σταυρούλα, είχε αδερφανηψιά η μανιά Θωμαή. Από τους άλλους του σπιτιού δε θέλησε να πάει κανείς στο πανηγύρι κι έτσι έμειναν στο σπίτι η γιαγιά Θωμαή, ο γιος της Χρήστος και ο εγγονός της, Άγγελος.

Η ημέρα από το πρωί ήταν ζεστή. Ένα αλαφρό νοτιαδάκι κουνούσε τα φύλλα των δέντρων κι ο ήλιος από το γιόμα άρχισε να πυρώνει, λες και ήταν μέρα του Αλωνάρη κι όχι της Άνοιξης.

Στο Καραλάρ από ώρα είχε σχολάσει η εκκλησία και όξω στην πλατεία ένα συγκρότημα έπαιζε Θεσσαλιώτικα τραγούδια και μια νεαρή κρεατωμένη τραγουδίστρια, τραγουδούσε την «Άσπρη βαμπακιά είχα στην πόρτα μου, μου την κλέψανε την Παναγιώτα μου». Φορούσε ένα ελαφρό εξώπλατο φουστάνι, κοντό ως είκοσι πόντους πάνω απ’ το γόνατο, χείλη βαμμένα κατακόκκινα, μαύρα ριχτά μαλλιά και καθώς τραγουδούσε κουνιόνταν αριστερά και δεξιά, μοιράζοντας χαμόγελα στους λαίμαργους αρσενικούς του πανηγυριού.

Πιο πέρα κάποιοι έψηναν αρνιά στη σούβλα κι απ’ τ’ αντικρινό καφενείο, κουβαλούσαν τσίπρο και κρασί.

Στο Βαρδαλή ο πατέρας του Άγγελου έστρωσε το μεσημεριανό τραπέζι. Φακές, κρεμμύδι και κόκκινα αυγά και σαν απόφαγαν είπε στον Άγγελο να κοιτάξει αν έχουν οι κότες νερό. Κατόπιν έπεσαν και οι τρεις τους να κοιμηθούν για μεσημέρι. Η γιαγιά Θωμαή ξάπλωσε στη γωνιά της, πάνω στην ψάθα που σκέπαζε το χωματένιο δάπεδο, ο Χρήστος στο αριστερό κρεβάτι κι ο Άγγελος στο δεξιό με τα καινούργια τα στρίποδα. Η ώρα ήταν περίπου δύο και σε λίγο θα τους έπαιρνε ο ύπνος, όταν ένιωσαν τη γη να κουνιέται ελαφρά και το σπίτι να τρίζει.

-Σεισμός, είπε ο πατέρας, πάμε έξω.

Σηκώθηκαν και οι τρεις και βγήκαν αμέσως από την πίσω πόρτα του σπιτιού, όπου υπήρχε μια μικρή αυλή τριγυρισμένη από ψηλό μαντρότοιχο ξερολιθιά.

-Δεν είμαστε καλά εδώ, παρατήρησε ο πατέρας. Πάμε εμπρός, στη μεγάλη αυλή. Μπήκαν όλοι πάλι στο σπίτι, διέσχισαν το μακρύ διάδρομο και βγήκαν από την μπροστινή πόρτα στη μεγάλη αυλή. Πέρασαν κάτω από την κληματαριά και ενώ βρίσκονταν μόνο έξι - εφτά μέτρα από το σπίτι, η γη άρχισε να χορεύει δυνατά κάτω από τα πόδια τους. Γύρισαν τρομαγμένοι και είδαν να σωριάζεται αμέσως σε ερείπια το κονιαρόσπιτο και η διπλανή αποθήκη, μέχρι και την τελευταία πέτρα πάνω από τα θεμέλια. Έντρομοι διαπίστωσαν πως το ίδιο έγινε και στα σπίτια των γειτόνων. Όταν έφτασαν στη μέση της λάκας, δίπλα στην πέτρινη τσιούμα η γη έτρεμε ακόμη. Ο πατέρας του Άγγελου έκανε το σταυρό του κοιτάζοντας προς τον ήλιο, που φαίνονταν και αυτός να τρέμει, λέγοντας:

-Κύριε, Ιησού Χριστέ.

Ο Άγγελος αγκάλιασε τη μουριά του γείτονα και ο σεισμός κόντευε να τον ρίξει κάτω. Τότε είδαν ότι όλο το χωριό σκεπάστηκε από ένα σύννεφο σκόνης απ’ τα πεσμένα σπίτια. Και πιο μακριά τα άλλα χωριά, η Γιακαρόμπα, το Τσιφλάρ, η Τζιόμπα και το Καραλάρ σκεπάστηκαν από τη σκόνη των δικών τους σπιτιών.

Στο Καραλάρ το πανηγύρι κόπηκε στη μέση. Οι άνθρωποι έτρεχαν τρομαγμένοι αριστερά και δεξιά. Η στρουμπουλή τραγουδίστρια είδε τη γύμνια της και φοβήθηκε. Άρχισε λοιπόν να φωνάζει:

-Δώστε μου κάτι να ντυθώ, δε βλέπετε που είμαι ντροπής πράμα ντυμένη;

Μα κανείς δεν την άκουγε. Ο καθένας είχε τους δικούς του φόβους, τις δικές του ενοχές μπρος στο θυμωμένο Θεό και τα δικά του προβλήματα. Έτρεχε λοιπόν πρώτα να δει τι έγιναν οι δικοί του άνθρωποι και μετά το βιος του. Και αυτό γίνονταν σ’ όλες τις ρημαγμένες απ’ το σεισμό κωμοπόλεις και χωριά, απ’ τις Σοφάδες μέχρι την Αγχίαλο και το Βόλο.

Όταν έγινε ο σεισμός η μάνα του Άγγελου στο Καραλάρ έτρεξε στο σπίτι του συγγενή τους να πάρει τη ζακέτα και τον τροβά της και να φύγει για το Βαρδαλή γιατί ανησυχούσε για τους δικούς της. Το σπίτι όμως είχε μισογκρεμιστεί. Κανείς δεν ήταν πρόθυμος να τη βοηθήσει. Όρμισε λοιπόν μέσα στα χαλάσματα, βρήκε τη ζακέτα της, την άρπαξε και βγήκε έξω, ενώ οι μετασεισμοί συνεχίζονταν και κάθε ένα δυο λεπτά η γη πάλι έτρεμε δυνατά. Ο τροβάς είχε πλακωθεί και τον άφησε. Σε λίγο πήρε αλαφιασμένη το δρόμο για το χωριό της ενώ χίλιοι φόβοι στριφογύριζαν στα σωθικά της. Καθώς περνούσε από την εκκλησιά γύρισε στη Ζωοδόχο Παναγία που γιόρταζε κείνη τη σημαδιακή μέρα κι έκανε το σταυρό της ψελλίζοντας:

-Κάνε Παναγία μου να βρω καλά τους δικούς μου στο χωριό…..

Ύστερα συνέχισε πιο γρήγορα το δρόμο της. Έτσι χωρίς να το καταλάβει έφτασε γρήγορα στην Πρόερνα και τάχυνε ακόμα πιο γρήγορα το βήμα της στο δρόμο για το Βαρδαλή, ενώ η ζέστη την περόνιαζε ως το μεδούλι. Όλο το κορμί της κολυμπούσε στον ιδρώτα και τη σκόνη που πασπάλιζε τα πόδια της και το πρόσωπο, αλλά πού καιρός για ξεκούραση κάτω από κάποια απ’ τις πολλές γκορτσιές, που έστεκαν καταπράσινες στα διπλανά χωράφια. Στο νου της στροβίλιζαν χίλιες δυο ανησυχίες και φόβοι. Από τώρα έβλεπε ερείπια τα παλιόσπιτα και η αγωνία για τους δικούς της μεγάλωνε. Μ’ αυτές τις σκέψεις και χωρίς λεπτό να πάρει ανάσα έφτασε στα Λάικα και αφήνοντας τη δημοσιά μπήκε στο χωματόδρομο. Ακόμα μισή ώρα, το πολύ δρόμο κι έφτανε στο χωριό. Τώρα όσο και πλησίαζε κομμένη από το γρήγορο ποδαρόδρομο, ενώ η γη κάθε δυο τρία λεπτά έτρεμε.

Τα μάτια της ήταν στυλωμένα στα άσπρα σημάδια των πρώτων σπιτιών που διακρίνονταν χωρίς να μπορεί να ξεχωρίσει κανείς αν ήταν όρθια ή γκρεμισμένα. Έτσι με γρήγορα βήματα έφτασε στο καλντερίμι κάτω από τη βρύση του Χασαπλή και ύστερα από πεντακόσια μέτρα δρόμο μπήκε στο χωριό. Παντού ερείπια και άνθρωποι τρομαγμένοι κι αναμαλλιασμένοι.

Καθώς πλησίαζε στο κέντρο του χωριού, είδε με δέος την εκκλησία τ’ Αι-Γιώργη σωριασμένη στο χώμα και μόνο δυο κολώνες και παρέκει το καμπαναριό να στέκουν όρθιες. Έκαμε ξανά το σταυρό της χωρίς να λέει τίποτε. Ύστερα πέρασε γρήγορα δίπλα στην βρύση και όρμισε στο στενό σοκάκι.

Γύρω της οι πασχαλιές και οι ακακίες άδειαζαν στον αγέρα με απλοχεριά το μεθυστικό άρωμα των λουλουδιών τους και τα χελιδόνια τιτίβιζαν χαρούμενα δίπλα στη μισοχαλασμένη αχυρώνα του Χαραλάμη, χωρίς να έχουν καταλάβει το κακό που βρήκε τους ανθρώπους. Αλλά αυτή δεν είχε διάθεση να δει τα πουλιά και να μυρίσει τα λουλούδια. Ακόμα λίγα μέτρα κι έφτανε στο σπίτι της. Και τότε πίσω απ΄ τα χαλάσματα του χαμηλόσκεπου χαγιατιού, που μέσα έμενε παλιότερα η αλαφροίσκιωτη Αγγέλω, πρόβαλε η Αντρέαινα.

-Καλησπέρα, Αντρέαινα, χαιρέτησε κοντανασαίνοντας την ξαδερφοσυνυφάδα της η κυρά Λένη.

-Καλησπέρα, Ελένη, από πού έρχεσαι; ρώτησε εκείνη.

-Πήγα στο πανηγύρι στο Καραλάρ, που να μην έσωνα. Πες μου είναι καλά οι δικοί μου, μην έπαθε τίποτε το παιδί; βιάστηκε να ρωτήσει η μάνα του Άγγελου.

-Όλοι είναι καλά, απάντησε η κυρά Ζωή, που όλοι ξέχασαν τ’ όνομά της και επειδή έλεγαν τον άντρα της Αντρέα, την αποκαλούσαν Αντρέαινα.

-Δόξα σοι ο Θεός, σταυροκοπήθηκε αναθαρρημένη η κατάκοπη γυναίκα και η καρδιά της πήγε στον τόπο της. Τώρα ήξερε πως σε λίγο θα έβλεπε γερούς τους δικούς της, γιατί τα σπίτια και οι αχυρώνες και οι αποθήκες, ακόμα και οι εκκλησιές και τα σχολειά ξαναγίνονται. Οι άνθρωποι άμα πεθάνουν, δεν ξαναγίνονται, δεν ξαναζωντανεύουν.

Σε πενήντα βήματα βρέθηκε μπρος στα χαλάσματα του σπιτιού της. Με συντριβή αντίκρισε τα ερείπια. Δεν είχε μείνει ούτε μια πέτρα πάνω στη άλλη πέτρα. Και μπρος στο σπίτι έστεκε ακόμη μισοόρθια ρημαγμένη η γριά κληματαριά που έχασε τον τοίχο που ακουμπούσε και στηρίζονταν τόσα χρόνια.

Δάκρυα γέμισαν τα μάτια της. Κείνη την τραγική ώρα, θυμήθηκε που νύφη πριν δώδεκα χρόνια προσκύνησε σ΄αυτό το σπίτι κι ύστερα που μέσα εκεί πάλι γέννησε το γιο της τον Άγγελο και τόσες άλλες σκηνές, που έζησε μέσα του, πέρασαν σαν αστραπή απ’το μυαλό της. Ύστερα προχώρησε πιο πέρα, δεξιά από την αυλή με την πέτρινη τσιούμα όπου αντίκρισε μέσα στο οικόπεδο του αντρανηψιού της, Γιάννη Ανυφαντή τους δικούς της και πολλούς γείτονες. Έτρεξε στο χωράφι όπου καλημέρισε τους σκιαγμένους ανθρώπους και φίλησε το γιο της. Ύστερα άρχισε να διηγείται τα όσα είδε και έζησε στο ξένο χωριό και στο δρόμο.

Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκε κανείς. Όλοι μαζεμένοι στη μέση του οικόπεδου συζητούσαν μέχρι το πρωί ενώ η γη κάθε τόσο χόρευε κάτω απ’ τα πόδια τους.

Την άλλη μέρα ήρθαν τα τζέιμς του στρατού με μηχανικούς στρατιωτικούς, στρατιώτες κι ένα λοχαγό διοικητή που εγκαταστάθηκε στη Σκάρμιτσα και σε κάθε χωριό πήγε και μια ή δυο μπουλντόζες του στρατού, για να γκρεμίζουν τα ετοιμόρροπα επικίντυνα σπίτια.

Την ίδια κιόλας μέρα οι μηχανικοί άρχισαν να επιθεωρούν τα χτίρια και να γράφουν χαρτιά για τον κάθε νοικοκύρη. Ζήτημα ήταν αν σ’ όλο το χωριό έμειναν τρία τέσσερα χτίρια όρθια κι αυτά όμως βαριά λαβωμένα απ’τη μάνητα του σεισμού. Όλα τ’ άλλα ήταν σωροί από πέτρες, σπασμένα ξύλα και κεραμίδια.

Το απόγεμα της ίδια μέρας, ο στρατός μοίρασε σκηνές. Η οικογένεια του Άγγελου έστησε τη σκηνή της στο οικόπεδο που είπαμε πως τους βρήκε συγκεντρωμένους όταν γύρισε η μάνα του απ’ το πανηγύρι.

Σε λίγες μέρες ο πατέρας του Άγγελου έφερε βάλτο απ’ τα κανάλια του Μαραθέα κι έφτιαξε μια μεγάλη καλύβα στο δικό του οικόπεδο, μακριά απ’ τα χαλάσματα και δίπλα στη μεγάλη πικραμυγδαλιά.

Εκεί μετάφερε η οικογένεια τα λίγα ρούχα, που είχε ξεπλακώσει απ’ το γκρεμισμένο σπίτι και ο πατέρας έφτιαξε δυο αχυρένια στρώματα και βρήκε και μια παλιά ψάθα κι έστρωσαν κάτω στην καλύβα που η μάνα την είχε χρήσει δυο φορές με κοκκινόχωμα και βουνιά γελάδας. Εκεί η οικογένεια, μέσα στη καλύβα, πέρασε το καλοκαίρι, το χινόπωρο και το χειμώνα, κοντά δηλαδή ένα χρόνο.

Ήταν πολύ δύσκολη η ζωή μέσα στην καλύβα, ιδιαίτερα το χειμώνα. Επειδή έκανε πολύ κρύο, άναβαν φωτιά στη μέση της καλύβας και ντούχνιαζε μέσα ο καπνός, που δεν είχε από πού να φύγει. Τα μάτια έτσουζαν και ο λαιμός στέγνωνε. Όλα μύριζαν καπνίλα. και όταν παραγίνονταν το κακό και κιντύνευαν να σκάσουν σαν τα ποντίκια, άνοιγαν διάπλατα την πόρτα να φύγει λίγος καπνός και να μπει καθαρός αέρας. Τότε ορμούσε μέσα το ξεροβόρι και πάγωναν τα πάντα. Σ’ αυτή τη φωτιά κάθε μέρα η μάνα ήταν αναγκασμένη να βράζει και το φαγητό, με κίντυνο πάντοτε να πάρει φωτιά από μια σκαντζαλήθρα το χόρτο της καλύβας , που ήταν σαν μπαρούτι και να ψηθούν όλοι μέσα.

Ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα στην καλύβα, ήταν τα πολλά ποντίκια, που ανεμπόδιστα έκαναν έτσι το χορταρένιο πλέχτη και αλώνιζαν το κατοικιό των ανθρώπων ροκανίζοντας το ψωμί, τα κρεμμύδια, τον τραχανά, τις χυλοπίτες και τ’ άλλα φαγώσιμα της οικογένειας. Πολλές φορές έμπαιναν στα αχυρένια στρώματα κι όταν ξάπλωνες πάνω πεταγόντουσαν αλαφιασμένα. Η κυρά Λένη ήταν πάντα με τη σκούπα στο χέρι να τα κυνηγά.

Την Άνοιξη του 1955, κατά τον Απρίλη μήνα, ο πατέρας του Άγγελου, που σ΄αυτό το διάστημα του ενός χρόνου απ’ το σεισμό συγκέντρωσε ξύλα, καλαμωτά, τσίγκια και ό,τι άλλο χρειάζονταν, με τη βοήθεια των κουνιάδων του έφτιαξε μια παράγκα, γιατί η οικογένεια δεν μπορούσε να περάσει και δεύτερο χρόνο στη καλύβα.

Αφού έστησαν τον ξύλινο σκελετό, κάρφωσαν στα πλαϊνά τα καλαμωτά διπλά, μέσα κι έξω και ύστερα τα μύστρισαν με λάσπη που είχε μέσα μπόλικο άχυρο. Μετά σκέπασαν με τσίγκια την παράγκα, που την είχαν χωρίσει σε δυο μέρη δηλαδή ένα δωμάτιο και μια σάλα. Στη μισή σάλα τοποθέτησαν και το μεγάλο ξύλινο αμπάρι της οικογένειας. Στο δωμάτιο ο πατέρας έβαλε και τα στρίποδα που έφτιαξε για το ξυλοκρέβατο, όπου κοιμόταν ο Άγγελος. Ο πατέρας με τη μάνα κοιμόντουσαν κάτω στην μεγάλη ψάθα από τη μια μεριά του δωμάτιου και η βαβά Θωμαή κάτω κι αυτή από την άλλη. Η παράγκα είχε και παράθυρο απ΄όπου έμπαινε το φως της μέρας, ενώ η καλύβα δεν είχε.

Με τι χαρά η οικογένεια, όταν τελείωσε η παράγκα μετέφερε τα υπάρχοντα της από την καλύβα και εγκαταστάθηκε στην παράγκα δεν περιγράφεται.

Η γιαγιά Θωμαή όλο έλεγε στις γειτόνισσες:

- Τώρα πάμε στο καινούργιο σπίτι, δείχνοντας την παράγκα με το χέρι, που δεν την έβλεπε γιατί είπαμε πως ήταν τυφλή.

Όταν άρχισαν τα πρώτα κρύα του Νοέμβρη, ο πατέρας έβαλε στο δωμάτιο μια μεγάλη ξυλόσομπα, που δεν κάπνιζε καθόλου και μπόρεσε η οικογένεια να ξεχειμωνιάσει σ’ ανεχτά ανθρώπινο περιβάλλον.

Στην σόμπα έκαιγαν γκορτσές απ’ τα χωράφια ή φιλικόριζες, που ξερίζωνε ο πατέρας απ’ το βουνό πάνω απ’ την Ξηρόβρυση.

Όσων γκρεμίστηκαν τα σπίτια η κυβέρνηση έδωσε στεγαστικό δάνειο 20.000 δρχ. και εμπειροτέχνες εργολάβοι από διάφορα μέρη της Ελλάδας ήρθαν και ανέλαβαν το χτίσιμο των αντισεισμικών σπιτιών, που είχαν όλα δυο δωμάτια κι ένα διάδρομο. Μερικά απ’ αυτά χτίστηκαν με πέτρα κι άλλα με τούβλα. Όλα όμως είχαν τρία διαζώματα με τσιμέντο και σίδερο. Από την πλευρά της Πολιτείας επέβλεπαν και πιστοποιούσαν την καλή εχτέλεση των εργασιών του χτισίματος, για να παίρνουν οι δικαιούχοι τις τρεις δόσεις του δανείου, πολιτικοί μηχανικοί του στρατού. Και μετά το χτίσιμο, η στέγη, το σοβάτισμα, τα ταβάνια και τα πορτοπαράθυρα. Το δάπεδο στα περισσότερα έγινε από σκέτο τσιμέντο, τουλάχιστο τα δυο τρία πρώτα χρόνια.

Οι περισσότερες οικογένειες, στο Βαρδαλή, μπήκαν μέσα στα καινούργια σπίτια το καλοκαίρι του 1956. Την ίδια εποχή μπήκε στο δικό της σπίτι και η οικογένεια του Άγγελου. Συνάντησε όμως τεράστιο πρόβλημα με τη μανιά Θωμαή η οποία αρνιόταν επίμονα να εγκαταλείψει την παράγκα. Έτσι δέχτηκε ο πατέρας του Άγγελου και γιος της Χρήστος να την αφήσει στην παράγκα λίγο καιρό ακόμα. Όταν όμως άρχισαν τα πρώτα κρύα του Χινόπωρου την πίεσαν ο γιος της και η νύφη της να πάει στο σπίτι.

- Τι θα λέει ο κόσμος μάνα, πως εμείς είμαστε στο σπίτι και σένα σ’ έχουμε παρατημένη εδώ στην παράγκα, της έλεγε η κυρά Λένη.

Εκείνη έμεινε αμετάπειστη. Και μια μέρα οι γονείς του Άγγελου την πήραν με το ζόρι και την πήγαν με τα τσιμπράγκαλά της στο σπίτι. Τότε εκείνη βγήκε έξω και άρχισε να κλαίει και να φωνάζει ασταμάτητα.

- Δε θέλω. Δε θέλω. Αφήστε με στο σπίτι μου. Δεν μπορώ εδώ, θα πεθάνω.

Η γειτονιά όλη ξεσηκώθηκε. Νόμιζε κανείς πως κάποιος τη σφάζει τη γριούλα. Μπρος σ’ αυτή την κατάσταση, ο Χρήστος πήρε τα πράγματα της μάνας του και τα ξαναπήγε μαζί μ’ εκείνη στην παράγκα. Έτσι έγινε αυτό που ήθελε η γερόντισσα.

Η γιαγιά έμεινε εκεί ως την Άνοιξη του 1957 οπότε αρρώστησε βαριά και την πήραν στο σπίτι χωρίς να έχει τη δύναμη να αντιδράσει. Άλλωστε σε λίγες μέρες πέθανε.

Άγγελος Χατζής

ή Σεραφείμ Χατζόπουλος


Ο σεισμός της 30/4/1954 με επίκεντρο τις Σοφάδες Καρδίτσας είχε μέγεθος 7.0R. Ο σεισμός προκάλεσε σοβαρές βλάβες στους νομούς : Καρδίτσας, Φθιώτιδας (χωριών επαρχίας Δομοκού του Θεσσαλικού κάμπου) Λάρισας. Τρικάλων, Μαγνησίας και Ευρυτανίας. Κατέρρευσαν 6.599 σπίτια ενώ 9.154 υπέστησαν σοβαρές ζημιές. και είχε 157 τραυματίες και 25 νεκρούς.


πηγη   http://www.gaiaelliniki.gr
dy/>

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου